καταπαγίως

καταπαγίως
καταπάγιος
solidly built
adverbial
καταπάγιος
solidly built
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταπάγιος — καταπάγιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει γερή σωματική διάπλαση, ισχυρός, εύρωστος 2. το ουδ. ως ουσ. τό καταπάγιον ορισμένη δόση, πάγια καταβολή. επίρρ... καταπαγίως (Α) μόνιμα, σταθερά, συνεχώς («πόλιν καταπαγίως οἰκεῑν», Iσοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”